- ισχυροπράγμων
- ἰσχυροπράγμων -ον (Α)αυτός που κάνει μεγάλα έργα, που κατορθώνει μεγάλες, ανδρείες πράξεις.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσχυρός + -πράγμων (< πράγμα), πρβλ. μεγαλο-πράγμων, πολυ-πράγμων].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἰσχυροπράγμων — doing mighty deeds masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰσχυροπράγμονας — ἰσχυροπράγμων doing mighty deeds masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ισχυρός — ή, ό (ΑΜ ἰσχυρός, ά, όν) 1. αυτός που διαθέτει σωματική ισχύ, ο ρωμαλέος 2. δυνατός, δύσκολος να αντιμετωπιστεί (α. «ισχυρές μονάδες στρατού» β, «ἰσχυρὰ φάλαγξ», Ξεν.) 3. (για τόπο) οχυρός (α. «ισχυρή τοποθεσία» β. «φρούριον ἰσχυρόν») 4. κραταιός … Dictionary of Greek